Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν' αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του απέναντί μου ακριβώς, βρισκότανε ένα βιβλίο για τον ντα βίντσι, με την τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγενθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.
Δεν ξέρω γιατί όλ' αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ' ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου.
Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ' ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες τη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογος της κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί.
αυτό είναι το εισαγωγικό κείμενο που συνοδεύει τα εικοσιοχτώ πιο έντονα,πιο μελαγχολικά,πιο γεμάτα λεπτά της ελληνικής μουσικής.
μάνος χατζιδάκις.το χαμόγελο της τζοκόντας.
χιλιαεννιακόσιαεξήνταπέντε.
0 είπαν πως:
Post a Comment