τρέχει με περίεργο ρυθμό το μυαλό όταν είσαι με παραλλαγή. μπορεί και ν'αυθυποβάλλομαι αλλά έτσι μου φαίνεται. οι ώρες της εγκεφαλικής αδράνειας είναι πάρα πάρα πολλές και για να μη μετατρεπείς σε φυτό, σε πρόβατο, αναγκάζεσαι να σκεφτείς. να σκεφτείς ότι υπάρχει στη ζωή σου, ότι υπήρξε, ότι θα μπορούσε να υπάρχει, ότι περιμένεις να έρθει. όταν ανέβηκα στο 508 κι είδα ότι τα πράγματα είναι όπως περίπου τα φανταζόμουν, θέλησα να αποτραβηχτώ απ'όλους κι όλα. μόνο έτσι τη βγάζεις καθαρή. αδειάζοντας μυαλό και καρδιά και μη σκεπτόμενος χώρο και χρόνο. σου τα είπα και στο αλομπάρ. μαζί με τη χαζή, το γιώργο, το σπύρο και το μιχάλη είστε η πρέζα μου. δεν έπρεπε να μιλάμε στο τηλέφωνο. δε γινόταν όμως αλλιώς. και κάθε σάββατο ή κυριακή, κυλούσα ξανά. και σας έπαιρνα τηλέφωνο και για δέκα-είκοσι λεπτά γελούσα, έφευγα από εκεί μέσα, ξεχνούσα τι φορώ και μετά κλείναμε. κι η μαυρίλα, πιστή στο ραντεβού της, εμφανιζόταν. γνήσιο πρεζάκι. η γιαγιά μου έφυγε. δε μπορώ να ξέρω πως η μάνα μου, οι αδερφές μου, οι θείοι μου δεν είναι καλά. δεν το αντέχω. με σκοτώνει. ένα κείμενο ήταν η γιαγιά μου. το ίδιο κείμενο θέλω να γίνω κι εγώ. το ίδιο κείμενο, έχω γράψει σ'ένα μπλοκάκι που κουβαλώ στην τσέπη του παντελονιού μου κι όταν ξεκλέβω ένα λεπτό, το ανοίγω και το διαβάζω. κι είναι σαν να αδειάζεις ένα κουβά με νερό στα σωθικά μου. και χαμογελώ χωρίς να διακρίνεται κάποια κίνηση στα χείλη μου. τα πιο ωραία ηλιοβασιλέματα μέσα στο στρατό τα είδα. περπατάς μόνος σου, δεν ακούγεται ανθρώπινη φωνή, δυο-τρία σκυλιά από πίσω σου, το ποτάμι δε φαίνεται. το ακούς όμως στο δεξί σου αυτί. και μπροστά βλέπεις τον ήλιο. και κινείσαι προς το μέρος του. ο ουρανός έχει γίνει μωβ. τη σκέφτεσαι. περπατάς. ο ήλιος χάνεται, ο ουρανός έχει γίνει μαύρος. ποτέ δε θα σε ξαναδώ όπως σ'έβλεπα πριν το στρατό. και μετά ξαπλώνεις. συνήθως έπαιζες με τα δάχτυλά σου και τη σίτα του πάνω κρεβατιού. τώρα σε βάλανε πάνω. χαζεύεις το ταβάνι, βάζεις ακουστικά στ'αυτιά και πατάς ριπίτ στο ημερήσιο πρόγραμμα που τρέχει στον εγκέφαλο. πάλι εσένα θα σκεφτώ. πάλι εσένα κι εσένα κι εσένα θα σκεφτώ. και χωρίς να το καταλάβω, έχω κοιμηθεί. και το μυαλό μου να ποτίζεται κι απόψε με βιολιά και με τη σκέψη σου.
The nuns taught us there are two ways through life - the way of nature and the way of grace. You have to choose which one you'll follow.
Grace doesn't try to please itself. Accepts being slighted, forgotten, disliked. Accepts insults and injuries.
Nature only wants to please itself. Get others to please it too. Likes to lord it over them. To have its own way.
It finds reasons to be unhappy when all the world is shining around it. And love is smiling through all things.
They taught us that no one who loves the way of grace ever comes to a bad end.
καληνύχτα.
0 είπαν πως:
Post a Comment