ήταν μία σκηνή στο δύο του δημήτρη παπαϊωάννου που αν το είδες, δε γίνεται να μη τη θυμάσαι. με θυμάμαι τη δεύτερη φορά που πήγα να κάθομαι στην άκρη της καρέκλας, να στηρίζω το πρόσωπο μου με τα χέρια και να ανασαίνω γρήγορα. δύο κυλιόμενοι διάδρομοι. δύο άνθρωποι πάνω σ'αυτούς να τρέχουν προσπαθώντας να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο. να του αγγίζει το χέρι. να ανάβει ο ένας τον αναπτήρα κι ο άλλος με το τσιγάρο να τρέχει να προφτάσει τη φλόγα αλλά να μην προφταίνει. και τελικά, να τα παρατάνε. μια παρόμοια σκηνή τρέχει στο κεφάλι μου εδώ και μερικές μέρες. σε μένα, ο άνθρωπος έχει πιάσει το χέρι του άλλου. ο αναπτήρας άναψε, η φλόγα δεν έσβησε, το τσιγάρο άναψε. ο άλλος άνθρωπος, όμως, τρέχει.
προς την άλλη κατεύθυνση.
Recent Posts
0 είπαν πως:
Post a Comment