έκλεισα τα μάτια και ξύπνησα. αστικό τοπίο. ησυχία σαν να'ναι μεσημέρι δεκαπενταύγουστου. στο κέντρο μιας πλατείας στέκομαι και παρατηρώ τον αέρα, το φως, τον ήχο. ξεκινώ να βαδίζω δίχως όμως να'χω κάποιο προορισμό. σαν ένας νέος έντουαρντ μπλουμ, άλλες φορές οι βόλτες μου είναι πιο ονειρικές κι από μουσικές του χατζιδάκι κι άλλες θα ορκιζόμουν οτι συμμετείχα σε άντεργκράουντ ακυκλοφόρητη ταινία του πολάνσκι. ο κόσμος που συνάντησα, πολύς. έκανα φίλους, γνώρισα κορίτσια, γεννήθηκαν αδερφοί μου, άνθρωποι με αντιπάθησαν, με μίσησαν. συνέχιζα όμως να προχωρώ, αφήνοντας πίσω μου αναμνήσεις, ανθρώπους, όνειρα. ποτέ μου δεν κατάλαβα για ποιο λόγο το έκανα. η μοναδική αιτιολόγηση που μπορώ να δώσω είναι οτι φοβόμουν την απόρριψη, φοβόμουν το ρίσκο, φοβόμουν τη δέσμευση. φοβόμουν μην πέσω στο βάλτο που είχα πλάσει με το μυαλό μου. και ξεκίνησα να φωτογραφίζω και να γράφω με σκοπό κάποια στιγμή να μπορέσω να κοιτάξω πίσω. και τα έκανα και τα κάνω και τα δύο κρυπτογραφημένα γιατί φοβάμαι να εκθέσω την ψυχή μου σε σένα. κι είναι τόσο κατεστραμμένο το μέσα μου που θα φοβηθείς και θα φύγεις. άκου με. το κρατώ για μένα. ο περίπατος όμως δε σταματούσε. ο περίπατος που κάποιες στιγμές μετατρεπόταν σε πορεία προς τον προορισμό και πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου, βρισκόμουν πάλι μόνος στο κέντρο εκείνης της αναθεματισμένης άδειας πλατείας. δεν το έβαζα κάτω. στην εκκίνηση ξανά με νέους ανθρώπους, με νέους έρωτες, με νέες εμπειρίες, με ψεύτικους έρωτες. κι ήρθε μια μέρα που εκεί που περπατούσα, βρήκα σε τοίχο. απόρρησα, αγχώθηκα, πανικοβλήθηκα, χάθηκα, ηρέμησα. και ξανά περπάτημα. δεύτερος τοίχος. τρίτος, τέταρτος, πέμπτος. κουράστηκα. κι υποσχέθηκα οτι στον επόμενο τοίχο που θα συναντήσω, δε θα κάνω αναστροφή και θα φύγω, ούτε θα δοκιμάσω να το σπάσω. θα κάτσω και θα περιμένω να πέσει μόνος του. ακόμα τον περιμένω να εμφανιστεί για να κοντράρουμε δυνάμεις κι αντοχές. έντεκα το πρωί πρέπει να ήταν μια μέρα που περπατούσα κι εμφανίστηκε μπροστά μου μια κοπέλα. δεν περπατούσε. στεκόταν όρθια σαν να περίμενε κάτι, σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι. την πλησίασα και την κοίταξα. καμία αντίδραση. κανένας σπασμός στο πρόσωπό της. μόνο με κοιτούσε. τρία, τέσσερα λεπτά διήρκησε η σιωπή. μπου γιολ ιγίντιρ με ρώτησε. δεν της απάντησα. της χαμογέλασα και συνέχισα να περπατώ.
βήματα ακούγονταν πίσω μου.